ξαρρωστώ

ξαρρωστώ
-άω και ξαρρωσταίνω (Μ ξαρρωστῶ, -έω)
συνέρχομαι από ασθένεια, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά
νεοελλ.
γιατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ἀρρωστῶ / ἀρρωσταίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξαρρωστώ — και ξαρρωσταίνω ξαρρώστησα, σηκώνομαι από αρρώστια, παύω να είμαι άρρωστος: Αρρώστησε, ξαρρώστησε κι άλλη γυναίκα πήρε (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαρρωσταίνω — βλ. ξαρρωστώ …   Dictionary of Greek

  • ξαρρώστημα — ξαρρώστημα, τὸ (Μ) [ξαρρωστώ] φάρμακο, γιατρικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”